Τετάρτη 28 Απριλίου 2010

Σινέ Σπιάτζα

ΣΙΝΕ ΣΠΙΑΤΖΑ  Θερινό. Έκλεισε.

Απόσπασμα από spiatza.blogspot.gr 
 Ήταν στη δεκαετία 1950 – 60, όταν ένα πρωί βλέπω τον καλό μου φίλο Γιάννη Τσεμπενέκα (τότε ήταν υπάλληλος στο ΙΚΑ) να με πλησιάζει και να μου λέει: <<Βάσο, θέλω να μας φτιάσεις στη Σπιάτζα κινηματογράφο. Με την έγκριση και της εκκλησιαστικής επιτροπής, μπορείς να περιφράξεις όσο χώρο είναι απαραίτητος, τελείως δωρεάν>>. <<Γιάννη μου δεν είναι τόσο απλή υπόθεση ένας κινηματογράφος. Χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, θα χρειαστεί γεννήτρια, εγκαταστάσεις ηλεκτρικές, περίφραξη, οθόνη, καθίσματα, και το κυριότερο πρέπει να χτίσω ένα μικρό σπιτάκι όπου θα είναι προφυλαγμένα τα μηχανήματα προβολής. Τόσο εύκολο νομίζεις ότι είναι;>> <<Κάν’ το για το χατίρι μου, για την εκκλησία και για τον κόσμο που δεν έχει καθόλου ψυχαγωγία >>. Είναι αλήθεια πως οι παραθεριστές της Σπιάτζας ήταν πάρα πολλοί, οι περισσότεροι από τους οποίους το χειμώνα ήταν πελάτες του <<REX>>.Το καλοκαίρι όμως; Το σκέφθηκα αρκετά και έβαλα εμπρός, αφού ακόμη ήταν χειμώνας. Φρόντισα να βρω γεννήτρια, χτίσαμε το σπιτάκι για τα μηχανήματα, στήθηκε η οθόνη και πλησιάζοντας το καλοκαίρι το θερινό σινεμά της Σπιάτζας έγινε πραγματικότης. Οι παραθεριστές χαιρόντουσαν προκαταβολικά που θα είχαν κάθε βράδυ μέσα στην πόρτα τους το δικό τους κινηματογράφο. Εκείνος που πετούσε από τη χαρά του, φανατικός κινηματογραφόφιλος, ήταν ο σιδεράς το επάγγελμα Κώστας Ζούνης. Το σπίτι του βρισκόταν δίπλα στη περίφραξη και από την πρώτη στιγμή βρισκόταν δίπλα μου να προσφέρει βοήθεια όπου χρειαζόταν. Ένας άνθρωπος λαϊκός και γεμάτος καλοσύνη. Φιλότιμος όσο δεν έπαιρνε, ξεχώριζε για τα αισθήματα και το σεβασμό που διατηρούσε απέναντι σου. Δεν το κρύβω ότι τον συμπαθούσα ιδιαίτερα και ακόμη τον θυμάμαι με αγάπη. Άσε που εθελοντικά περιφρουρούσε τα πάντα γύρω από τον κινηματογράφο. Τα εγκαίνια ορίστηκαν για την ημέρα που η Σπιάτζα θα είχε πανηγύρι, δηλαδή στη γιορτή του Σωτήρος. Το εισιτήριο προσιτό, πέντε δραχμές. Έδωσα οδηγίες στον ηλεκτρολόγο να <<τραβήξει>> καλώδια μπροστά στην εκκλησία και στο δρόμο που οδηγούσε σ’ αυτήν. Έφτασε η μέρα, το σκοτάδι άρχισε να πέφτει και όταν η γεννήτρια έστειλε στις λάμπες φως, που φώτισαν την εκκλησία και τη γύρω περιοχή, ήταν για όλους τους παραθεριστές κάτι σαν ανάσταση. Μετά το μαύρο σκοτάδι ήταν πλέον σαν γιορτή. Έλαμψε ο τόπος. Οι εισπράξεις της πρώτης ημέρας ήσαν υπέρ της εκκλησίας, όπως είχα υποσχεθεί. Οι θεατές ήσαν τόσοι πολλοί που τα παιδιά και αρκετοί μεγάλοι καθόντουσαν κατά γης, στην άμμο. Γέροι, γριές, μικροί και μεγάλοι, άλλοι ξυπόλητοι, άλλοι με σαγιονάρες, άλλοι με σορτς, γιαγιάδες με ρόμπες και κάποιες μανάδες με τα μικρά από το χέρι ή στην αγκαλιά ερχόντουσαν να περάσουν δυο ώρες ανέμελες και να γελάσουν. Υποθέτω ότι αυτή τη γραφική εικόνα των απλών ανθρώπων, των συμπολιτών μου, δεν την συναντούσες πουθενά. Και ιδίως όταν τελείωνε η ταινία, αποχωρούσαν με τα πρόσωπα τους να λάμπουν από χαρά λες και τους είχες χαρίσει τον παράδεισο. Ήταν η εποχή που ο κόσμος δεν μπορούσε να υποψιαστεί ότι πλησίαζε η στιγμή που η τηλεόραση θα κατέστρεφε αυτόν το <<μικρό παράδεισο>> που απολάμβαναν με πέντε δραχμές, θα απομόνωνε τους ανθρώπους και θα τους υποχρέωνε ν’ ανέχονται όλους αυτούς τους <<παραθυράτους>> που <<τρώγονται>> μεταξύ τους, έτσι για να περνάει η ώρα του αφελούς τηλεθεατή, σε μια εποχή που οι άνθρωποι απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο όλο και περισσότερο. Κυλούσαν τα βράδια με κινηματογράφο στη Σπιάτζα, με τον Κώστα Ζούνη να πλέει σε πελάγη ευτυχίας που είχε <<τον κινηματογράφο του>>, ελαφρώς ζαλισμένο από τις μπύρες που κατέβαζε και τους παραθεριστές πανευτυχείς. Κάποια βράδια κι ενώ συνεχιζόταν η προβολή διαπίστωσα ότι οι θεατές ήταν περισσότεροι από τα εισιτήρια που είχαν κοπεί. Τι γινότανε άραγε; Είχαμε καμιά λοβιτούρα στο ταμείο ή είχαμε τζαμπατζήδες ουρανοκατέβατους; 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

CINEMAHELLAS

CINEMAHELLAS
Ακρόπολη