Πηγή φωτο google maps. |
Πηγή φωτο samosnet.gr |
Πηγή φωτογραφίας zoover.gr |
Πηγή φωτογραφίας internet.
|
Πηγή φωτογραφίας paliasinema.wordpress. |
Πηγή φωτογραφίας internet. |
ΟΛΥΜΠΙΑ Βαθύ, Χειμερινό.
Ξεκίνησε το 1960. έκλεισε το 1989
και έγινε γυμναστήριο και σούπερ μάρκετ.
Το 1998 ανακαινίστηκε και ξανάνοιξε
ως το 2009. Ιδιοκτησία Ξεν. Μοσχονά. Πηγή φωτο Flicr. Απόσπασμα από isamos.gr
Σαν παλιό σινεμά… Σινέ Ολύμπια: Η γλαφυρή περιγραφή
από τον ίδιο τον ιδρυτή, της ιστορίας του κινηματογράφου
Ο
Ξενοφών Μοσχονάς ήταν ο ιδρυτής του Σινέ Ολύμπια το 1960. Η ιστορία της ίδρυσης
του κινηματογράφου υπήρξε εξ΄ίσου παράξενη και τραγική, όσο τραγική ήταν και η
ζωή του ίδιου.
«Είμαι
διατεθειμένος να κάνω τα πάντα»,έλεγε «προκειμένου να
ξαναλειτουργήσει το Σινέ ΟΛΥΜΠΙΑ. Είμαι διατεθειμένος, με όλες μου
τις δυνάμεις και με όλο το κόστος».
Όμως ο Ξενοφών Μοσχονάς δεν είναι πια ανάμεσα μας, για να υλοποιήσει το μεγάλο του όνειρο. Η ζωή έπαιξε ένα τραγικό παιχνίδι σε εκείνον και την οικογένεια του , αφού εδώ και πολλά χρόνια (περίπου οκτώ), σε μια εξόρμηση του σε περιοχή του νησιού μας, χάνονται τα ίχνη του και μέχρι σήμερα κανείς δεν είναι σε θέση να αναφέρει με ακρίβεια το τι του συνέβη. Το σινεμά θα κλείσει το 1989 και μέχρι το 1998 θα λειτουργήσει σαν σούπερ μάρκετ και γυμναστήριο. Αφού θα ανακαινιστεί, θα λειτουργήσει πάλι σαν σινεμά, από το Δεκέμβριο του 1998 έως τον Ιούλιο του 2009, για να ξανανοίξει και πάλι το 2010 και να λειτουργεί μέχρι σήμερα.
Και
είναι πολύ σημαντικό, ότι βρέθηκαν οι σημερινοί επιχειρηματίες που συνεχίζουν
με το ίδιο μεράκι το λειτούργημα του πρώτου ιδρυτή Ξενοφώντα Μοσχονά, δίνοντας
του ταυτόχρονα μια δικαίωση και μια ανάπαυση για τα λόγια που είχε πει
τότε: «Είμαι διατεθειμένος να κάνω τα πάντα, προκειμένου
να ξαναλειτουργήσει το Σινέ ΟΛΥΜΠΙΑ. Είμαι
διατεθειμένος, με όλες μου τις δυνάμεις και με όλο το κόστος».
(Το παρακάτω κείμενο
αποτελείται από εκτενή αποσπάσματα του άρθρου που έγραψε το 1997 ο Ξενοφών
Μοσχονάς και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Απόπλους».)
Aν
αυτή τη στιγμή, σήμερα είναι 4 Σεπτεμβρίου 1997, κάποιος χειρούργος με βάλει σε
κάποιο τραπέζι και με σχίσει, θα βρει μέσα μου 30 χρόνια κιν/φου. Είμαι
ερωτευμένος με το αντικείμενο αυτό. Και αν αυτή τη στιγμή θέλω να δώσω στην
πόλη τον κινηματογράφο, να τον παραχωρήσω ή στο Δήμο ή δεν ξέρω σε ποιό κρατικό
φορέα, είναι γιατί θέλω να τον δω φωτισμένο με 700 άτομα μέσα να κάνουν
κάποια πολιτιστική εκδήλωση.
Τον
κινηματογράφο τον έφτιαξα το 1960, όταν ήρθα από το Κόγκο, τότε που έγινε εκεί
η επανάσταση, ενώ με εκείνα τα χρήματα μπορούσα να πάρω τη μισή παραλία
οικόπεδα. Μου στοίχισε τότε 1.000 λίρες χρυσές. Έγινε ένα κινηματοθέατρο
χειμερινό-θερινό. Ο χειμερινός με τα βελούδινα καθίσματα και θέρμανση, είχε
άδεια λειτουργίας 700 θέσεων στην πλατεία του και τον εξώστη, ενώ ο θερινός,
στην ταράτσα, 600 θέσεων και είχε μεταλλοπλαστικά καθίσματα. Τα αρχιτεκτονικά
σχέδια και τη στατική μελέτη την έκαναν στο ξεκίνημά τους οι αδελφοί
Δημητρίου, ο Άλκης και ο Τηλαύγης. Ολο το ακίνητο έχει γίνει με
αντισεισμική κατασκευή και με υλικά άμμου της θαλάσσης, διότι τότε δεν υπήρχαν
τα νταμάρια να βγάζουν χώμα. Εχει γίνει μια κατασκευή πολύ καλή με 15 μ.
πρόσοψη και 30 μ. βάθος χωρίς ένα υποστήλωμα.
Οι
μηχανές που είχα ήταν σινεμεκάνικα και αν ανέβαζα λίγο το βολταϊκό τόξο, θα
πάθαιναν τα μάτια σου από τη φωτεινότητα που είχα.
Μάλιστα, συγκεκριμένα στο θερινό, επειδή τα μηχανήματά μου δουλεύανε με βολταϊκό τόξο και όχι με λάμπα, για να μην έχω σκαμπανεβάσματα, κρατούσα τη φωτεινότητα της προβολής σ’ ένα ορισμένο σημείο.
Ξεκίνησα
με μηχανικό τον Μανώλη Ζαφείρη. Μετά από αυτόν είχα έναν άλλον, ο οποίος ήταν
μηχανικός στους Βουρλιώτες. Προσπαθούσα με κάθε τρόπο να πάρω πτυχίο χειριστού
κιν/φου, αλλά για να το πάρω έπρεπε να δώσω εξετάσεις στο Υπουργείο
Βιομηχανίας.Υστερα από δύο-τρία χρόνια δουλειάς, το 1964, κατόρθωσα και πήγα
στην Αθήνα, έδωσα εξετάσεις και το πήρα το πτυχίο. Και δούλευα την καμπίνα
μόνος μου.
ΟΛΥΜΠΙΑ
μου το βάφτισε ένας ονόματι Μιμίδης, παλιός διευθυντής της Εμπορικής
Τραπέζης. Ο Μιμίδης ήξερε ότι έχτιζα κινηματογράφο και ήθελα να το βαφτίσω και
να βρω νονό. Από δω, από κει, ο ένας μου έλεγε ένα όνομα, ο άλλος μου έλεγε
άλλο, κόλησε το ΟΛΥΜΠΙΑ. Υπήρχαν δύο ΟΛΥΜΠΙΑ στην Ελλάδα. Αυτό στη Σάμο
και ένα στην Κρήτη, δεν θυμάμαι πού ακριβώς.
Από
τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι, στη Σάμο υπήρχε μόνο ο ΑΠΟΛΛΩΝ ο χειμερινός του
Ηλιάδη και ο ΟΡΦΕΥΣ ο θερινός. Στην υπόλοιπη Σάμο υπήρχε ο Κώστας Γεωργούδης
στο Κοκκάρι, ο οποίος ήταν πλανόδιος. Δεν είχε μόνιμη έδρα. Είχε ένα παλιό
αυτοκίνητο, γύριζε στα χωριά και έπαιζε στα καφενεία, έστηνε τη μηχανή και
έκανε προβολή.
Το
’60 άρχισα με 8 δρχ. εισιτήριο. Και εισιτήριο εργατικής Εστίας με 2,20 δρχ. Η
ακμή του σινεμά ήταν στη δεκαετία του 70, μέχρι το ’75. Από κει και πέρα
αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση. Από το ’60 που άρχισα εγώ μέχρι το ’75,
τουλάχιστον αυτή τη 15ετία, ήταν ο μόνος χώρος, ο μόνος τρόπος και η μόνη
ψυχαγωγία για τον κάθε Σαμιώτη, ή μπετατζής ήταν αυτός, ή διευθυντής κάποιας
τραπέζης, όλα τα στρώματα και ανάλογα με την ταινία φυσικά που έπαιζες.
Όταν
παιζόταν μια ταινία ποιότητος έβλεπες κόσμο μέσα, ο οποίος ήταν ανωτάτου
επιπέδου. Κάποια κυρία η οποία θ’ αγόραζε ένα φόρεμα ή κάποιο μπιζού που θα το
έδειχνε εκεί. Ύστερα, το Σινέ Ολύμπια, μπορώ εγώ ν’ αποδείξω, έχει παντρέψει
το μισό Βαθύ. Εκεί γινόταν τα συνοικέσια. Η κοπελίτσα των 16-17 χρονών το
καλοκαίρι στις διακοπές της που ερχόταν πάνω στη ταράτσα, εκεί δεν γινόταν το
πίτσι-πίτσι; Πού θα γίνει; Δεν είναι όπως είναι τώρα που θα πάει στη πλαζ, θα
πάει στη ντίσκο..
Να,
ο Μίμης Αποστολάτος θα τα θυμάται. Νοίκιαζα στον πατέρα του το μπαρ το ‘69
μέχρι το ‘74 ή ‘75. Η γυναίκα του με τα παιδιά ήταν μέσα, κι εκείνος απέξω πουλούσε
φυστίκια στο καροτσάκι. Το βράδυ άλλαζαν τις διαφημιστικές πινακίδες στον
κεντρικό δρόμο. Τότε εκτός του ότι ήταν γεμάτο μέσα και με 100 ορθίους, είχε
ακόμα 300 άτομα απέξω που περιμένανε να μπουν μέσα για τη δεύτερη παράσταση.
Κατέβαινα από τα σκαλοπάτια της καμπίνας και έβλεπα έξω να σείεται ο κιν/φος,
οι πόρτες και το ταμείο, πώς θα βγάλουμε το κόσμο που ήταν μέσα 600 – 700
άτομα, για να βάλουμε τους υπόλοιπους που ήταν απέξω. Υπήρχε μια έξοδος
κινδύνου από τη μεριά του διπλανού δρόμου και βγάζαμε αυτούς που ήταν μέσα.
Κάποια στιγμή όλο το Αστυνομικό Τμήμα είχε σηκώσει τα χέρια ψηλά, γιατί δεν
μπορούσε να κάνει έλεγχο.
Όταν
φέραμε το «Αγάπη μου Ουάουα» με τον Ρηγόπουλο και την Αναλυτή, σπάσαμε
τα ρεκόρ. Κάποια στιγμή, σε μια παράσταση του έργου, έπιασα τον Ρηγόπουλο σε
μια γωνία που μιλούσε μοναχός του. Πάω κοντά και του λέω: «κ. Ρηγόπουλε, τι
λέτε; Παραμιλάτε;» Και ξέρετε τι μου απάντησε; Μου λέει: «Βλέπω αυτόν τον
κινηματογράφο σε ένα νησί τόσο μικρό και σε μια τόσο μικρή επαρχιακή πόλη και λέω:
Να μπορούσα και εγώ να έχω ένα τέτοιο θεατράκι στην Αθήνα!»
Τα
σχολεία απαγόρευαν να έρχονται τα
παιδιά, γιατί τότε ήταν πιο αυστηρά τα μέτρα απ’ ότι είναι τώρα. Κάνανε εφόδους
οι καθηγητές μήπως πιάσουν κανένα μαθητή. Όμως, όταν ερχόταν τότε ο κ. Βέβας,
να κάνει έφοδο, λέγαμε σε ένα-δυό μέσα που ξέραμε: «Παιδιά σύρμα. Κρυφτείτε στα
καθίσματα ή σε κάποια γωνιά». Ήταν και σκοτάδι μέσα, δεν έβλεπε αυτός καλά και
έτσι τη γλυτώνανε τα παιδιά. Αλλά εγώ φρόντιζα κατά διαστήματα και έφερνα
ταινίες ειδικές για μαθητικές παραστάσεις.
Ανταγωνισμός
υπήρχε. Αλλά εγώ είχα λατρεία. Παρ’ ότι είχα αντίπαλο εδώ, τον Ηλία Ηλιάδη,
που είχε λίγο παρακάτω έναν παλιό κιν/φο, τον ΑΠΟΛΛΩΝΑ, και είχε
διασυνδέσεις με τα γραφεία των Αθηνών χρόνια, κατόρθωσα σε μια πενταετία μέσα να
τον υπερκαλύψω, επειδή ήμουν θετικός, τόσο στις υποχρεώσεις μου όσο και στο ότι
αγαπούσα το επάγγελμα. Στεκόταν ουρά στο κινηματογράφο και έκανα 1.500
εισιτήρια την Κυριακή, τρεις προβολές, και ο άλλος από κάτω δεν είχε ούτε
έναν πελάτη. Προσπαθούσα, με λίγα λόγια, όχι για το κέρδος, αλλά να ευχαριστήσω
τον πελάτη μου και ν’ ανεβάσω το επίπεδο. Και σε όλη τη διάρκεια της
σταδιοδρομίας μου τα 30 χρόνια, δεν θέλησα ποτέ να εκμεταλλευτώ τον Σαμιώτη
πελάτη. Έφερνα πάντα ταινίες ποιότητος, αξιώσεων.
Οταν
πήγαινα στην Αθήνα, μετά από 4-5-6 χρόνια από το ξεκίνημά μου, άρχισα ν’ αποκτώ
γνωριμίες και εμπιστοσύνη στις πολυεθνικές των Αθηνών, που παίρνανε τις καλές
ταινίες, η ΓΙΟΥΝΑΪΤΕΤ, η Δαμασκηνός- Μιχαηλίδης, η ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ με τις καλές
ελληνικές ταινίες, Βουγιουκλάκη, Βουτσά, Κωνσταντάρα. Φρόντιζα πάντα να φέρνω
καλές ταινίες. Αφού η διευθύντρια διανομής των ταινιών, η οποία μου έδινε τον
κατάλογο για να διαλέξω τις ταινίες μου έλεγε: «Ρε Μοσχονά, μα είσαι τρελός;
Αυτές τις ταινίες τις οποίες έπαιξε πρώτη προβολή η Αθήνα, να τις πας στη Σάμο;
Τέτοιο κοινό έχει η Σάμος;» Εγώ προσπαθούσα να την πείσω εις βάρος μου, ήξερα
ότι οι ταινίες αυτές θα κάνουν λιγότερα εισιτήρια από τις εμπορικές, αλλά εγώ
προσπαθούσα ν’ ανεβάσω το επίπεδο του Σαμιώτη. Προσπαθούσα να φέρω ταινία η
οποία παιζόταν στην Αθήνα στο ΑΤΤΙΚΟΝ και στον ΑΠΟΛΛΩΝΑ επάνιο στη Σταδίου.
Εχω
βιβλία για τις ταινίες που έπαιζα και το περιοδικό «Τα θεάματα», το οποίο ήταν
εβδομαδιαίο και ενημέρωνε για τους κινηματογάφους. Το έβγαζε κάποιος Βαρελάς,
σαμιώτης. Το περιοδικό αυτό έγραφε όλες τις ταινίες που έπαιζαν οι αθηναϊκοί
κινηματογράφοι της εβδομάδος, την περίληψη της υποθέσεως, πού παίζονταν και τι
εισιτήρια κάνανε. Και ανάλογα εσύ μ’ αυτά που διάβαζες, έκανες πρόγραμμα.
Με
τον Ηλιάδη ήμασταν αντίπαλοι, με την έννοια του ότι συναγωνιζόμαστε στις τιμές
στα γραφεία. Σε μια πιάτσα τόσο μικρή δύο κιν/φοι ανεβάζανε τις τιμές. Για μια
καλή ελληνική ταινία της ΦΙΝΟΣ με τη Βουγιουκλάκη εγώ έδινα 10.000, ο Ηλιάδης
έδινε 12.000, εγώ την πήγαινα 15.000, εκείνος την πήγαινε 20.000. Εγώ
προσπαθούσα το χειμώνα να παίζουμε ένα έργο για να μην ταλαιπωρούμε το θεατή,
να τον έχουμε να βλέπει δεύτερη ταινία. Εκείνος ήθελε δύο έργα. Νόμιζε ότι με
τα δύο έργα θα αυξήσει τη πελατεία του. Και προσπαθούσα εγώ και του έλεγα,
επειδή ήταν μεγαλύτερης ηλικίας αυτός: «Παππού να βάλουμε ένα έργο, ν’
αρχίζουμε στις 8. Χειμώνας είναι, στις 10 να τελειώνουμε, να πηγαίνουμε στο
σπίτι μας και να ευχαριστείται και ο πελάτης». Δηλαδή, αντί να φέρουμε δύο ταινίες
μέτριες, να φέρουμε μια και καλή. Κατά τα άλλα οι σχέσεις μας ήταν άριστες.
Εγώ
ήμουν το κεφάλι της Σάμου. Έφερνα μια ταινία και μετά από μένα την παίρνανε
όλοι οι άλλοι, οι οποίοι άνοιξαν μετά από μένα. Ο Βαμβακάς στους Μυτηλινούς, ο
Πλάτων ο Μυλωνάς στο Πυθαγόρειο, ο Γεωργούδης στο Κοκκάρι και μετά από το
θάνατό του η γυναίκα του Ελένη Γεωργούδη: Μέχρι τον Μαραθόκαμπο, στο Μακρή,
έστελνα ταινίες. Και σήμερα έχει μείνει η Σάμος ορφανή.
Ο
κιν/φος έκλεισε το 1989, γιατί καταρχήν έφυγε από εδώ η Σχολή Μονίμων
Υπαξιωματικών. Κάθε βράδυ έβγαιναν τουλάχιστον 300 στρατιώτες και έρχονταν
εκεί, εκτός απ’ την Τρίτη που είχαν εκπαίδευση νυχτερινή. Συν 200 πολίτες το
λιγότερο. Από τις 7.30 μμ μπροστά στο ταμείο υπήρχε ένα χαρτί το οποίο έλεγε
«πλήρες», «κλειστόν». Ήταν γεμάτος ο κινηματογράφος. Τον δώσαμε για σούπερ
μάρκετ, διότι ήρθε η τηλεόραση, ήρθε το βίντεο και εκτός από τα βιντεοκλάμπ
πουλούσαν βιντεοκασέτες και τα σούπερ μάρκετ. Στην πλατεία Πυθαγόρα το
ζαχαροπλαστείο έπαιζε βιντεοκασέτες με την ανοχή κάποιον, πράγμα που
απαγορευόταν, γιατί ήταν μόνο για προβολή ιδιωτική και όχι για να παίζεται σε
δημόσιο χώρο. Και από τότε άρχισε η πτώση.
Από
το ’80 και ύστερα άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Από 120.000 εισιτήρια το χρόνο
που κάναμε, κατεβήκαμε στα 80.000, στα 60.000, στα 20.000, πέσαμε στα 10.000
εισιτήρια το χρόνο. Δεν βρήκα καμία συμπαράσταση από την Πολιτεία. Κάποια
στιγμή πήγα στις αρχές. Πριν γίνει σούπερ μάρκετ είχε γίνει πρόταση στο δήμο.
Κατ’ επανάληψη πήγα στον δήμαρχο κ. Γρύλλο και τον παρακαλούσα, έπεσα στα πόδια
του, τον εκλιπάρησα να το νοικιάσει με 150.000 δρχ. το μήνα και αρνήθηκε για
τους λόγους που αυτός γνωρίζει.
Ηρθε
το φορτηγό και πέταξε αντικείμενα 30 χρονών. Τα καθίσματα, φερ’ ειπείν. τα πήγε
στη Παναγιά τη Βροντιανή. Τώρα άμα πας, θα βρεις μέσα στο ηγουμενείο 50
καθίσματα βελούδινα. Τα ΚΨΜ είχαν γεμίσει καθίσματα του κινηματογράφου. Όταν
έγινε σούπερ μάρκετ, έκανα 6 μήνες να περάσω από μπροστά του. Τόσο πολύ είχα
στεναχωρηθεί.
Στη
δεκαετία του ‘80 ιδρύθηκε η Κινηματογραφική Λέσχη. Τη βοήθησα τόσο, που δεν μου
επιτρέπεται να πω. Ήθελε να φέρει μια ταινία από γραφείο στην Αθήνα, την
έπαιρνε ακριβά, εγώ μπορούσα να την φέρω φτηνότερα. Να πω ότι είναι του Σινέ
ΟΛΥΜΠΙΑ, να την παίξω στην Κινηματογραφική Λέσχη, να κάνει τις εισπράξεις της
και να την στείλω πίσω σαν ΟΛΥΜΠΙΑ. Οπότε μου ζητήσανε τη συμπαράστασή μου,
προσφέρθηκα. Αλλά έχω ένα μεγάλο μου παράπονο. Ας πούμε ότι απόψε παίζαμε μια
ταινία της Κινηματογραφικής Λέσχης, η οποία για μένα δεν ήταν ταινία εμπορική,
ήταν για τα 300 μέλη της. Μιλάμε για ταινίες τις οποίες είχαν στα ράφια και
είχαν κανιάσει και δεν τις έπαιρνε κανένας επιχειρηματίας κινηματογραφιστής.
Όταν
εγώ έπαιζα ταινία της Κινηματογραφικής Λέσχης με 300 μέλη της, ταυτόχρονα
διαφήμιζα όχι μια, τρεις ταινίες, τις οποίες θα έπαιζα προσεχώς. Και μιλάμε για
ταινίες διαμάντια, «Το πέρασμα του Ρήνου», «Μπεν Χουρ», «Το εξπρές του
Μεσονυχτίου», για ταινίες οι οποίες σπάσανε πόρτες στην Αθήνα. «Ρε παιδιά
κοιτάξτε», τους λέω, «για να παίξει η Κινηματογραφική Λέσχη και την άλλη
βδομάδα ταινία, πρέπει να υπάρξει το Σινέ ΟΛΥΜΠΙΑ. Διότι, πού θα παίζει η Κινηματογραφική
Λέσχη; Ελάτε αύριο βράδυ και σε μένα, στην δική μου ταινία, την καλή, 10 άτομα,
15, 30». Παρόλα ταύτα δεν ερχόταν κανείς μα κανείς. Ενώ εγώ τους έδινα την
αίθουσα, τους έφερνα με μειωμένο τιμολόγιο κατά 200-300%, αυτοί νομίζανε ότι
εγώ τους έκανα αντίπραξη. Εγώ ίσα ίσα τους βοηθούσα. Και στις εκδηλώσεις τους
και στις ομιλίες τους και να τους κάνω μεγάλο διάλειμμα που πουλούσαν βιβλία
και φυλλάδια και δεν ξέρω τι άλλο κάνανε.
Αν
όμως βρεθεί μια αρχή, όπως είναι η δημοτική αρχή, ή η νομαρχία, ή το υπουργείο
Πολιτισμού και μου πει: «Ξέρεις Μοσχονά, εμείς θα στείλουμε από την Αθήνα ένα
ορκωτό εκτιμητή». Να στείλουν από την Αθήνα έναν ορκωτό εκτιμητή, να έρθει, να
δει το οίκημα επιτόπου, να δει σε ποιο σημείο βρίσκεται της πόλεως, να το
μετρήσει, να δει τι αξίζει και να μου πει: «Μοσχονά αυτά τα λεφτά αξίζει το
ακίνητό σου. Το δίνεις;» Εμένα το μεράκι μου είναι να το δω να κάνει κάποια
πολιτιστική εκδήλωση. Μα κινηματογράφος λέγεται αυτός, μα θέατρο λέγεται αυτό,
μα συναυλία λέγεται αυτή, μα κάποιος ανώτερος άρχων έρθει από την Αθήνα. Όταν
ήρθε ο Μαγκάκης για να μιλήσει εδώ, βγάλαμε τα μεγάφωνα έξω από τον
κινηματογράφο στις τέσσερις μεριές και ήταν 3.000 κόσμος μέσα και έξω για ν’
ακούει όλη η περιοχή εκείνη της Σάμου.
Όταν
ήρθε η Υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη και είδε το σινεμά λέει: «Έχω πάει
σε όλες τις επαρχίες και τέτοιο πράγμα δεν έχω δει». Και ποιος το έκανε αυτό;
Το έκανε ένας που ήρθε από το Κόγκο και έφερε λεφτά κογκολέζικα. Και τώρα ο
κογκολέζος αυτός εκλιπαρεί τις αρχές, για να μην αναγκαστεί και πάει και το
δώσει και γίνει κάτι άλλο από αυτό για το οποίο αρχικά κατασκευάστηκε από τη
μάνα του. Με το φουαγιέ του, με την είσοδό του. με τα δύο μπαρ του. με τα
αποχωρητήρια δύο γυναικεία, δύο αντρικά, τρία ουρητήρια.
Ο
κινηματογράφος μπορεί να σταθεί με τα σημερινά δεδομένα. Δεν ξέρω αύριο τι θα
γίνει. Δεν ξέρω να προβλέψω το μέλλον. Το υπουργείο Πολιτισμού κρατάει σαν κόρη
οφθαλμού τους 10-20 εναπομείναντες κινηματογράφους. Ένας από αυτούς υπάρχει και
στη Σάμο, αλλά οι ιθύνοντες εδώ δεν δίνουν σημασία και εγώ ντρέπομαι ειλικρινά.
Και
πάλι επαναλαμβάνω, δεν είναι θέμα χρημάτων. Δεν με τσούζει τόσο το θέμα των
χρημάτων όσο με τσούζει το ότι πρωτεύουσα νομού δεν έχει τίποτα, ενώ σε άλλες
πόλεις πας και βλέπεις κάποιες πολιτιστικές αίθουσες μεγάλες, κάνουν συναυλίες
και φέρνουν θιάσους. Γινόταν τα «Καλομοίρια» επί ένα μήνα και δεν έγινε τίποτα
στο Βαθύ. Είδατε να γίνει τίποτα; Φέρνανε τις Τουρκάλες και χορεύανε μέσα στο
δρόμο. Ήρθε τώρα τελευταία η Δαμανάκη. Ήρθαν αξιόλογα πρόσωπα και λένε: «Μα η
πόλη σας δεν έχει ένα πολιτιστικό κέντρο να δεχθεί 5 ανθρώπους εδώ να
μιλήσουν;» Και υπάρχει ένα πολιτιστικό κέντρο 700 θέσεων γεννημένο, φτιαγμένο
γι’ αυτή τη δουλειά και το αγνοούν οι πάντες, του γυρίζουν την πλάτη.
Αν
δω αυτό το πράγμα να λειτουργεί, έχω φτάσει στο σημείο μέχρι να το δωρίσω. Να
το χαρίσω στην πόλη. Είναι το μεράκι μου. Ήμουν 30 χρονών όταν άρχισε να
λειτουργεί το Σινέ ΟΛΥΜΠΙΑ, επάνω στη καλύτερή μου ηλικία και έφυγα από εκεί 65
χρονών. Από μέσα από τη καμπίνα του σινεμά.
Θέλω να πω με δύο
λόγια ότι πονάω και είμαι διατεθειμένος να κάνω τα πάντα για να
ξαναλειτουργήσει το Σινέ ΟΛΥΜΠΙΑ. Τελεία και παύλα. Είμαι διατεθειμένος με όλες
μου τις δυνάμεις και με κάθε κόστος. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου