Απόσπασμα από e-ptolemeos.gr
Τα κυριακάτικα απογεύματα των παιδικών και εφηβικών μας χρόνων είχαν τα ονόματα τους. ΑΣΤΡΟΝ, ΗΡΩ , ΟΛΥΜΠΙΟΝ, ΡΕΞ, ΤΙΤΑΝΙΑ, ΦΙΛΙΠΠΟΣ. Αγαπημένοι προορισμοί, σκοτεινές αίθουσες γεμάτες ασπρόμαυρες ή έγχρωμες εικόνες που μας ψυχαγωγούσαν αλλά και πυροδοτούσαν τις φαντασιώσεις και τα όνειρα μας. Κινηματογράφοι της Κοζάνης, μιας άλλης εποχής, επί των οδών Δημοκρατίας, Ειρήνης, Παύλου Μελά, με τις φωτεινές τους επιγραφές και τις γεμάτες φωτογραφίες προθήκες τους που τις χαζεύαμε για ώρα μέχρι ν’ αποφασίσουμε πού θα κόψουμε εισιτήριο. Όπου μας επιτρεπόταν βέβαια καθώς οι καρφιτσωμένες διαγώνια χάρτινες επιγραφές με τα μαύρα γράμματα με φράσεις όπως “κατάλληλον άνω των 13 ετών” και “κατάλληλον άνω των 17 ετών” μας απογοήτευαν αλλά ξέραμε πως, θέλοντας και μη, θα ΄ρχόταν η μέρα που θα τις προσπερνούσαμε καμαρωτοί, σαν κάποια απ’ τα εμπόδια που ξεπεράσαμε στην πορεία για την ενηλικίωση μας.Η προσπάθεια να εξασφαλιστεί το απαραίτητο χρήμα για την κάλυψη του εισιτηρίου, αλλά και του σάντουιτς με το απαραίτητο μικρό γάλα κακάο ΑΓΝΟ που θα προμηθευόμασταν από τους Σιούλα- Τσικριτζή, τον Λάτσκο ή τον Γεμπεκλή, ξεκινούσε ουσιαστικά απ’ το Σάββατο το βράδυ όταν επαναλαμβάναμε ξανά και ξανά στην μάνα μας πως έπρεπε να μας ξυπνήσει νωρίς το πρωί για να προλάβουμε να πιάσουμε κάποια απ’ τα μανάλια στην λειτουργία του Αη Κωνσταντίνου. Τα εξαπτέρυγα και τα κεριά που σηκώναμε ακολουθώντας τις ψαλμωδίες των παπάδων μες το Ναό σήμαιναν πέντε δραχμές που μας χορηγούσε στο τέλος κάποιος απ’ τους Επιτρόπους, ενώ ο φέρων τον Σταυρό, καημός και μεράκι που μου ‘μεινε ανεκπλήρωτος, κέρδιζε 10 δραχμές, καθώς ηγούνταν της πομπής. Αλλά πώς να τον προλάβεις όταν υπήρχε πάντα κάποιος γρηγορότερος στα πόδια…
Μεσημέρι Κυριακής με την τελευταία μπουκιά ακόμα στο στόμα, στο γήπεδο για να δούμε την ΚΟΖΑΝΗ, με είσοδο ελεύθερη για μας τους μυξαρέους , μια ολιγόλεπτη επιστροφή στο σπίτι και αμέσως για το κέντρο της πόλης και τους κινηματογράφους για να προλάβουμε την πρώτη προβολή, που άλλοτε ήταν 5 με 7 και άλλοτε 6 με 8, ανάλογα με την εποχή. Δεν πολυσκοτιζόμασταν όμως ακόμα και αν το έργο είχε αρχίσει. Πολλές φορές ξεκινούσαμε με το δεύτερο μέρος και έπειτα παρακολουθούσαμε και το πρώτο. Κι όχι μόνο εμείς, αλλά κι οι μεγάλοι, κάτι που σχολίασε κάποτε αρνητικά ο ξενομερίτης σύζυγος μιας θείας, “μα είναι δυνατόν να μπαίνετε για να δείτε το έργο απ’ τη μέση; Πού ακούστηκε αυτό;”, για να εισπράξει το… πληρωμένο σχόλιο, “όλα τα ξέρει! Ιπειδής είνι απ’ τ’ν Ανθήνα θαρρεί κάποιους είνι!” Τα κριτήρια επιλογής της ταινίας κυμαίνονταν ανάμεσα στο τι μας επιτρέπονταν να δούμε και στο τι μας προτείνονταν από συνομήλικους, “να πάτε σ’ αυτό. Φαίνεται το βρακί της πρωταγωνίστριας!”, “όλο;” “εμ τι; Του μ’σο;” Πώς να μην παρακολουθήσεις έπειτα και δεύτερη φορά το έργο κι ας ήξερες πως σπίτι θα τ’ ακούσεις για τα καλά. Υπήρχαν φορές που άξιζε τον κόπο και άλλες που έλεγες, “σιγά το βρακί! Κι τ’ς έμασα κι τζάμπα”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου