ΑΥΛΩΝΑΡΙ
Χωρίς διάλειμμα
Αυλωνάρι, καλοκαίρι του εξήντα οκτώ. Το δημοτικό σχολείο έχει πια τελειώσει. Μαζεύω δυνάμεις για το γυμνάσιο. Η παρέα πάντοτε η ίδια. Ο Τάκης, ο Λάκης, ο Βασίλης, ο Τάσος, ο Ποστόλης. Ποδόσφαιρο, βόλτα στο καρόδρομο, ρεφενέ τσιγάρο τα βράδια στη γέφυρα. Πλατεία Γιαννίκου, καφενείο Χαρούμενου, δηλωτή, πλακωτό, πόρτες, τα πρώτα μαθήματα στη πρέφα. Φαίνεται μεγάλωσα. Ο Χαρούμενος δεν με διώχνει πια από τις καρέκλες του καφενείου. Μεγαλύτερη προσέγγιση με τις συμμαθήτριες. Η Δέσποινα, η Κική, η Αγγελίνα, η Πόπη, η Επιστήμη. Καλοκαίρι του εξήντα οκτώ. Τα μεσημέρια, που οι μεγάλοι κοιμούνται, εγώ τη σκάω από το σπίτι. Τζούκ Μποξ στου Μπαρμπέρη, Μπιθηκώτσης, Καζατζίδης, Μαρινέλα. Αλλά και Μικρός Ήρωας, Μικυ Μάους, Μάσκα, Διάπλαση των παίδων. Εφημερίδα «το Βήμα», ο παππούς στο σπίτι, «Αθλητική Ηχώ» ο αδελφός, λαθρανάγνωστης στο εφιμεριδοπωλείο του Σούλη εγώ και η παρέα μου. Ο Παναθηναικός, η ΑΕΚ, ο Δομάζος, ο Σιδέρης, ο Παπαϊωάννου. Και το βράδυ θερινό σινεμά στην αυλή του Τουλόγιαννη. Ο Βέγγος, ο Χατζηχρήστος, η Βουγιουκλάκη. Χαρά, γέλια, συγκίνηση. Τα πρώτα σίγουρα σκιρτήματα της καρδιάς. Και τα πρωϊνά πάλι μάθημα με τον παππού. «Αναγνωστικό αρχαίων Ελληνικών κειμένων», του Ζούκη. «Αγάπα τω φίλω. Ο φίλος τω φίλω εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει». Καλοκαίρι του εξήντα οκτώ. Ποτάμι, θάλασσα, σπιθάρι του Μπίτση, Λαμπίρο. Βουνό, θυμάρι, αγιόκλημα, γιασεμί στις γειτονιές. Ο ήλιος καίει, τα δέντρα ρίχνουν τον ίσκιο τους και τη δροσιά τους κι εγω γυρεύω να χορτάσω τις μέρες που φεύγουν. Σήμερα έμαθα να ισορροπώ σε κείνο το παλιό, ψηλό ποδήλατο του Λάκη και δεν θέλω να κατέβω από τη σέλα του. Τώρα κατάλαβα τη δύναμη και τη σιγουριά που αντλεί ο μοτοσυκλετιστής του γύρου του θανάτου στο παζάρι. Τον Ιούλη γέννησε και η Τζουτζούχα. Έκανε τρία όμορφα τιγρέ γατάκια, με μαύρα βελούδινα μάτια, έτοιμα να σου μιλήσουν. Τα έκρυψε κάτω από την τσιμεντένια σκάλα. Κάθε μέρα τους πηγαίνω γάλα σε ένα πήλινο κεσεδάκι και τους έστρωσα μια παλιά κουρελού, να αισθάνονται καλύτερα. Η ζωή μου σαν ταινία στο γρήγορο. Να τα προφτάσω όλα τούτο το καλοκαίρι. Σαν να μην έρθει ξανά καλοκαίρι στη ζωή μου. Μια ταινία χωρίς διάλειμμα στη μέση, χωρίς να ανάβουν τα φώτα, χωρίς διαφημίσεις και τα έργα τα «προσεχώς», αλλά με ένα καθαρό φεγγάρι, ολοστρόγγυλο, να φωτίζει τη καρδιά και τα όνειρά μου
Χωρίς διάλειμμα
Αυλωνάρι, καλοκαίρι του εξήντα οκτώ. Το δημοτικό σχολείο έχει πια τελειώσει. Μαζεύω δυνάμεις για το γυμνάσιο. Η παρέα πάντοτε η ίδια. Ο Τάκης, ο Λάκης, ο Βασίλης, ο Τάσος, ο Ποστόλης. Ποδόσφαιρο, βόλτα στο καρόδρομο, ρεφενέ τσιγάρο τα βράδια στη γέφυρα. Πλατεία Γιαννίκου, καφενείο Χαρούμενου, δηλωτή, πλακωτό, πόρτες, τα πρώτα μαθήματα στη πρέφα. Φαίνεται μεγάλωσα. Ο Χαρούμενος δεν με διώχνει πια από τις καρέκλες του καφενείου. Μεγαλύτερη προσέγγιση με τις συμμαθήτριες. Η Δέσποινα, η Κική, η Αγγελίνα, η Πόπη, η Επιστήμη. Καλοκαίρι του εξήντα οκτώ. Τα μεσημέρια, που οι μεγάλοι κοιμούνται, εγώ τη σκάω από το σπίτι. Τζούκ Μποξ στου Μπαρμπέρη, Μπιθηκώτσης, Καζατζίδης, Μαρινέλα. Αλλά και Μικρός Ήρωας, Μικυ Μάους, Μάσκα, Διάπλαση των παίδων. Εφημερίδα «το Βήμα», ο παππούς στο σπίτι, «Αθλητική Ηχώ» ο αδελφός, λαθρανάγνωστης στο εφιμεριδοπωλείο του Σούλη εγώ και η παρέα μου. Ο Παναθηναικός, η ΑΕΚ, ο Δομάζος, ο Σιδέρης, ο Παπαϊωάννου. Και το βράδυ θερινό σινεμά στην αυλή του Τουλόγιαννη. Ο Βέγγος, ο Χατζηχρήστος, η Βουγιουκλάκη. Χαρά, γέλια, συγκίνηση. Τα πρώτα σίγουρα σκιρτήματα της καρδιάς. Και τα πρωϊνά πάλι μάθημα με τον παππού. «Αναγνωστικό αρχαίων Ελληνικών κειμένων», του Ζούκη. «Αγάπα τω φίλω. Ο φίλος τω φίλω εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει». Καλοκαίρι του εξήντα οκτώ. Ποτάμι, θάλασσα, σπιθάρι του Μπίτση, Λαμπίρο. Βουνό, θυμάρι, αγιόκλημα, γιασεμί στις γειτονιές. Ο ήλιος καίει, τα δέντρα ρίχνουν τον ίσκιο τους και τη δροσιά τους κι εγω γυρεύω να χορτάσω τις μέρες που φεύγουν. Σήμερα έμαθα να ισορροπώ σε κείνο το παλιό, ψηλό ποδήλατο του Λάκη και δεν θέλω να κατέβω από τη σέλα του. Τώρα κατάλαβα τη δύναμη και τη σιγουριά που αντλεί ο μοτοσυκλετιστής του γύρου του θανάτου στο παζάρι. Τον Ιούλη γέννησε και η Τζουτζούχα. Έκανε τρία όμορφα τιγρέ γατάκια, με μαύρα βελούδινα μάτια, έτοιμα να σου μιλήσουν. Τα έκρυψε κάτω από την τσιμεντένια σκάλα. Κάθε μέρα τους πηγαίνω γάλα σε ένα πήλινο κεσεδάκι και τους έστρωσα μια παλιά κουρελού, να αισθάνονται καλύτερα. Η ζωή μου σαν ταινία στο γρήγορο. Να τα προφτάσω όλα τούτο το καλοκαίρι. Σαν να μην έρθει ξανά καλοκαίρι στη ζωή μου. Μια ταινία χωρίς διάλειμμα στη μέση, χωρίς να ανάβουν τα φώτα, χωρίς διαφημίσεις και τα έργα τα «προσεχώς», αλλά με ένα καθαρό φεγγάρι, ολοστρόγγυλο, να φωτίζει τη καρδιά και τα όνειρά μου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου